- παλλακός
- παλλακός, ὁ (Α)1. (κατά τον Ησύχ.) «ἐρώμενος»2. (κατά τον Φώτ.) «παλλακόντὸν παλλακευόμενον».[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλλαξ, -ακος, κατά τα αρσενικά σε -ός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάλλακος — πάλλαξ youth masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)